- βαθύσπορος
- βαθύσπορος, -ον (Α)βαθιά σπαρμένος, εύφορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + σπόρος < σπόρος < σπείρω. (πρβλ. άσπορος, ομόσπορος κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαθυσπόροις — βαθύσπορος deep sown masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυσπόρου — βαθύσπορος deep sown masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυσπόρους — βαθύσπορος deep sown masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)